Τις νύχτες δίνω μάχες για να σε διώξω
από κει που βασιλεύουν
οι δίδυμοι γιοι της Ολυμπίας θεάς της Νύκτας,
ο Ύπνος κι ο Θάνατος
Κρεμάζω κουρτίνες από άλλες ζωές μη και σε ξεγελάσω.
Κόβω τ’ ονείρου τα φτερά μη και πετάξει πάλι
στον ύπνο μου απρόσκλητο να ρθει.
Γυρίζω ανάποδα το φως, βάφοντας το σκοτάδι χρώματα.
Οι πεισιθάνατες εμμονές σου
σε πιθυμιές ερωτικές και πάθους συνευρέσεις
με τρομάζουν.
Τον θάνατο σαν νεκρικό πουκάμισο αρνούμαι να φορέσω.
Αναπλάθω στη ματιά αμυδρές ελπίδες λύτρωσης.
Μάχομαι το έρεβος της νύχτας
εκεί που ανηλεώς σαδιστικά βασίλευες κι εσύ μαζί τους.
Λίγη ανάσα για να πάρω από τη βασανιστική παρουσία
μιας αγάπης γεμάτης μαύρη μοναξιά χωρίς διέξοδο.
Όπως την Άννα Κομνηνή που - κατά τον αλεξανδρινό-
με οδύνη “μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής”
καιγότανε σαν μόνη έμεινε,
έτσι κι εγώ τρέμω μη συνηθίσω τούτη τη μοναξιά.
Μα πως αλλιώς αφού η μοναξιά αλύπητα συντρίβει,
κι εσύ δίχως οίκτο επιμένεις να με τυραννάς;
«όλα εδώ πληρώνονται» να λες εσύ
κι εγώ « Ίλεως ίλεως γενού»!
Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου