Σελίδες

Σάββατο 18 Αυγούστου 2007

Λεμεσός, γεύσεις από άλλες εποχές




Λεμεσός, γεύσεις από άλλες εποχές

Στους Νίκο Ζάμπογλου και Μάριο Τόκα τους αυθεντικούς και αθεράπευτα λεμεσιανούς

Λεμεσός αγαπημένη!
Στα καλοκαιρινά σου δειλινά οι μνήμες σου πληγώνουν.
Οι δυο «τρελοί» σου αγκαλιάζονται και παίζουν σαν τα μικρά παιδιά
σβήνοντας έτσι τους μύθους στη διαφυλετική την έχθρα.
Εκείνων και δική μας.
Ούτω πως μέσα στις αντιφάσεις και τους μύθους
βιώνει και βιώνεται τούτη η πόλη
η τρελή και άναρχη, μα πάντοτε ωραία!

Τον παρεπιδημούντα και «ενοχλούντα» ποιητή
εις Ίδρυμα απηλλάγησαν «εν ειρήνη» για να ψοφήσει.
Όμως , ο αυτόχθων μέτοικος δικός σου ποιητής
-υπερβαλλόντως όντως- εν βρασμώ ψυχής σε φιλοφρόνησε
ως «πόλη των χυδαίων» μα «και των αστόχαστων» την πόλη.

Μυστηριώδεις μάγισσες της Συκαμινιάς και της Πλατείας της Κουνναπιάς
μες τα βαθειά μεσάνυχτα καταμεσής του δρόμου
γυμνές τρομοκρατούν μειράκια και αφελείς κυράδες .

Μες τα σοκάκια του Ζιγκ-Ζάγκ και των Κεσογλουδιών
Νέοι την παρθενιά τους ακουμπούν,
σε πόρνες πρώην δούλες των καθώς πρέπει Οίκων σου.
Μητέρες μπάσταρδων παιδιών
των κραταιών και των σεβάσμιων αφεντάδων.

Και οι πανθομολογουμένως όμορφες κόρες της πόλης;
Δέσποινες αυτές νύμφες παρθένες ακριβές μες τα χρυσά τους κάστρα!
Φαντασιώνοντας μόνο να μπορούν.
Πρέπει να περιμένουν…
Σε αγνό αιδοιακό κουτί
και ζώνες παρθενίας η ηθική τους διπλοκλειδωμένη
Σε «καθώς πρέπει κοινωνία» που μονόδρομα οδεύει.

Μιαν απ αυτές ρωτεύτηκε
κι ο ερωτύλος διεθνής και περιβόητος έμπορος του θανάτου
που εδώ τα πρώτα και δοξασμένα έκανε βήματα του.
Μα της «ηθικής» το μένος σου τον έκανε να φύγει νύκτωρ επί τροχάδην!

Αριστοκράτισσες κυρές
φέρνανε απ τα Παρίσια μουσελίνες λαμπερές
κι απ’ τα κεφάλια των ανδρών εφύγανε τα φέσια.
Έβαλαν ψάθινα καπέλα αγγλικά.
Έτσι να μοιάζουνε –σχεδόν- στους άγγλους τους φλεγματικούς και νέους τους αφεντάδες.

Με άμαξα λαντό του τύπου «Βικτωρούδα»
στους δρόμους σου επεριδιάβαζε η περίτρανη περικαλλής Κυρία
δεικνύοντας με στόμφο τα αραχνοΰφαντα ψωνίσματα
που πρώτη έφερε αυτή απ τα Παρίσια.
Μακρυμάνικα. Μεταξωτά.
Να κρύβουνε τα τρυπημένα των παθών της χέρια...
Όμως το μυστικό, κοινό, σαν ψίθυρος πιο γρήγορα απ την άμαξα της
τρέχει κι απλώνεται στην πόλη.
Ο πάμπλουτος συμβίος της
ν’ αδυνατεί όσα και να σκορπίζει
απ τα πλούτη του, τα στόματα τους να στομώσει να μην μιλούν...
Εικόνες της κοινωνίας σου κι αυτές.

Με παραμύθια κι όνειρα μεγαλοπρέπειας
τρεφότανε τότε ετούτη η πόλη!

Λεμεσός μου λατρεμένη πόλη των άλλων εποχών
Στα υγρά ειδυλλιακά καλοκαιρινά σου δειλινά
ιστορίες ατέλειωτες για τέρατα και σημεία.
Και μνήμες που πληγώνουν.

Στης Λεμεσού τη πόλη υπάρχουνε όμως κι αθώοι
Μα αυτοί μετρούν τον θάνατο κι ο θάνατος είναι το μέτρο:
«memento mori»
διαλαλούσε ο αιθεροβάμων στοχαστής
που ερχότανε από άλλους κόσμους,
της ψυχροτάτης και φλεγματικής της γης της Εσπερίας
σ’ τούτη την πόλη την μικρή την αντιφατική
-καθόλου μεταφυσική- μα έξοχα ωραία!.

Λεμεσός μου πόλη αγαπημένη,
με τα ταξίδια του μυαλού μόνο σε μνήμες πάω.
Που κάποτε πονάν μα πάντοτε περήφανα σε νοσταλγίες με οδηγούν.
.

Σεπτέμβρης του 2007