Σελίδες

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Το σημείωμα στον Μάριο και το διασκευασμένο ποίημα

«Μάριε μου,
«Κάπως»… καθυστερημένα σου στέλλω μια παραλλαγή του αρχικού ποιήματος για τη Λεμεσό.
Δεν ξέρω πόσο κατάλληλο είναι για μελοποίηση, μια και εξέφρασες μια τέτοια πρόθεση.
Περιμένω παρατηρήσεις σου για πιθανές αλλαγές και περαιτέρω βελτιώσεις.
Εύχομαι να είσαι πάντα καλά.
Απρίλης 2007»


Λεμεσός, γεύσεις από άλλες εποχές
Στους Μάριο Τόκα και Νίκο Ζάμπογλου, τους αυθεντικούς και αθεράπευτα λεμεσιανούςΛεμεσός αγαπημένη!
Στα καλοκαιρινά σου δειλινά
μνήμες που πληγώνουν.
Τον παρεπιδημούντα και «ενοχλούντα» μεγάλο ποιητή
εις Ίδρυμα για να τελευτήσει εν ειρήνη, απηλλάγησαν.
Γι αυτό και ο αυτόχθων μέτοικος του λόγου ο τεχνίτης
Σε φιλοφρόνησε υπερβαλλόντως όντως,
ως « των αστόχαστων η πόλη».
Μέσα στα στενά σου τα δρομάκια οι δυο «τρελοί» σου
αγκαλιάζονται παίζοντας σαν τα μικρά παιδιά
απάντηση στο μύθο για έχθρα των φυλών.
Έτσι μες στις πολλές μας αντιφάσεις και σε μύθους
βιώνει και βιώνεται η πόλη ετούτη.
Τρελή και άναρχη.
Μάγισσες κάποτε της Συκαμινιάς και της Πλατείας της Κουνναπιάς
Μες στα βαθειά μεσάνυχτα καταμεσής του δρόμου
γυμνές τρομοκρατούσανε μειράκια και αφελείς κυράδες .
Μες στα σοκάκια του Ζιγκ-Ζάγκ και των Κεσογλουδιών
νέοι την παρθενιά τους σε οίκους ανοχής εναποθέτουν
με πόρνες πρώην δούλες των άλλων, των «καθώς πρέπει οίκων».
Μητέρες αυτές μπάσταρδων παιδιών
των κραταιών και καθώς πρέπει ερίτιμων και σεβαστών τους αφεντάδων.
Και της πόλης οι πανθομολογουμένως όμορφες κόρες;
Δέσποινες εκείνες ακριβές παρθένες μες τα χρυσά τους κάστρα!
Να φαντασιώνουν μονάχα να μπορούν.
Πρέπει να περιμένουν…
Σε παρθενικό κουτί
την ηθική τους διπλοαμπαρωμένη να παραδώσουν «εις γάμου κοινωνία».
Σε κοινωνία ηθική που όλο μονόδρομα οδεύει.
Αριστοκράτισσες κυράδες
απ’ τα Παρίσια φέρνανε μουσελίνες λαμπερές.
Απ’ τα κεφάλια των ανδρών φύγανε τα φέσια
κι έβαλαν παρισινά ψαθάκια.
Έτσι να μοιάζουνε σχεδόν στους άγγλους τους φλεγματικούς και νέους αφεντάδες.
Με παραμύθια κι όνειρα τρεφόταν πάντοτε τούτη η πόλη!
Λεμεσός μου, λατρεμένη πόλη των άλλων εποχών
Στα υγρά ειδυλλιακά καλοκαιρινά σου δειλινά
ιστορίες ατέλειωτες σημείων και τεράτων.
Και μνήμες που πληγώνουν.
Όμως στης Λεμεσού την πόλη υπήρχανε κι αθώοι
που τον θάνατο μετρούν,
κι ο θάνατος ήταν το μέτρο:
«Memento mori» διαλαλεί
ο αιθεροβάμων στοχαστής των μεταφυσικών
και «carpe diem».
Ταξιδευτής αυτός από άλλους κόσμους,
της ψυχροτάτης και φλεγματικής της γης της Εσπερίας
σ’ τούτη την πόλη την μικρή την αντιφατική
μα έξοχα ωραία!.
Λεμεσός μου, πόλη αγαπημένη,
με ταξίδια του μυαλού μόνο σε μνήμες πάω
Που κάποτε πονάνε μα πάντοτε σε νοσταλγίες με οδηγούν.

ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΗ "ΜΝΗΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ"

Ένα τραγούδι που δε γράφτηκε και δε θα γραφτεί ποτέ…
Όταν το Φθινόπωρο του 2007- το τόσο δύσκολο και τόσο επίπονο γι αυτόν- ο Μάριος Τόκας, ο Μάριος μας, βρισκόταν στην Πανεπιστημιακή Κλινική του ΄Οφφενμπαχ κοντά στον καθηγητή και φίλο του Νίκο Ζάμπογλου, οι δυο τους περνούσαν ώρες ατέλειωτες κουβεντιάζοντας για την κοινή μεγάλη τους αγάπη, τη Λεμεσό.
Αναπολούσαν χώρους, στιγμές, πρόσωπα και πράγματα από το παρελθόν μα και το σήμερα της. Πότε με χαρά και πότε με λύπη μα πάντα με νοσταλγία για γλυκές όμορφες στιγμές που έζησαν και οι δυο αυτοί ρομαντικοί και αδιόρθωτα λεμεσιανοί.
Με έπαιρναν τότε στο τηλέφωνο να με ρωτήσουν κάτι που ξεχνούσαν η που τους διέφευγε από την ιστορία της πόλης ή για τους ανθρώπους της, αφού με τιμούσαν και οι δύο –εκτός από καλό φίλο- και ως «ειδήμονα περί των λεμεσιανών».
Κάθισα τότε κι έγραψα ένα ποίημα για τη Λεμεσό με νύξεις στην ιστορία της, τους ανθρώπους της, τα καλά μα και τα κακά της, αφού οφείλουμε να λέμε κι αυτά χωρίς δισταγμούς και που είναι πολύ λιγότερα από τα πρώτα.
Το ποίημα το αφιέρωσα και στους δυο ως «αυθεντικούς και αθεράπευτα λεμεσιανούς».
Η ανταπόκρισή τους ήταν για μένα μια καλοδεχούμενη έκπληξη. Ίσως και κάτω από τη συναισθηματική φόρτιση της νοσταλγίας τους για τη Λεμεσό και των δύσκολων συνθηκών και στιγμών που περνούσαν , να το βρήκαν τόσο καλό και να κατασυγκινήθηκαν κατά που μου λέγαν .
Ο Μάριος εξέφρασε αμέσως την πρόθεση να το μελοποιήσει μόλις θα επέστρεφε με το καλό στην Αθήνα μετά τη θεραπεία του, ζητώντας μου να το διασκευάσω κατάλληλα. Ήθελε μόνο να το μιλήσουμε και να του εξηγήσω κάποιες καταστάσεις στις οποίες έκανα αναφορές σ’ αυτό και δεν τις γνώριζε. Παρά το δύσκολο του ύφους του, το «συμμάζεψα», το μίκρυνα σημαντικά, το απλοποίησα από καταστάσεις, το «διασκεύασα» και το άφησα να κοιμάται, διστάζοντας να του το στείλω.
Τα Χριστούγεννα του 2007 που ήρθαν στην Κύπρο, ο Νίκος Ζάμπογλου, διοργάνωσε ένα ωραίο γλέντι στη «Μικρή Σαλαμίνα» του γλύπτη Φίλιππου Γιαπάνη, για να τραγουδήσουμε , όπως του το υποσχέθηκε με αισιοδοξία όταν περνούσε τις δραματικές στιγμές της θεραπείας του. Αυτό έμελλε δυστυχώς να ναι και το τελευταίο της ζωής του…
Με «μάλωσε» τότε ο Μάριος που δεν του το είχα στείλει ακόμα. Μου ζήτησε και πάλι να το κάνω στέλλοντας του το με τηλεομοιότυπο στην Αθήνα, για να το βρει και να το δουλέψει μόλις θα επέστρεφε. Όμως και πάλιν καθυστερούσα να το στείλω. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως από μια υποσυνείδητη απροθυμία δεν ήθελα να βιαστώ ώσπου γίνει εντελώς καλά. Ούτε προς στιγμή δεν περνούσε από το μυαλό μου να βιαστώ να το στείλω μήπως και η αρρώστια του δεν τον αφήσει να το κάνει. Ξόρκιζα ίσως έτσι κι εγώ με τον τρόπο μου το κακό που τον βρήκε, παρόλο που γνώριζα το δύσκολο της κατάστασης.
Όταν πήρα την απόφαση να το στείλω ήταν ήδη αργά… Ο Μάριος εκείνες τις μέρες έμπαινε στην κλινική από όπου δυστυχώς δε θα έβγαινε ζωντανός…
Δεν ξέρω αν οι στίχοι αυτοί έχουν πράγματι μια κάποια λογοτεχνική και πολύ περισσότερο στιχουργική αξία ή αν ήταν η νοσταλγία που έκανε και τους δυο να το βλέπουν έτσι. Θεωρώ εντούτοις ανάγκη, έτσι για να προσθέσω μια μικρή ψηφίδα στο έργο που ο Μάριος δεν πρόλαβε να τελειώσει (και είχε τόσα πολλά ακόμα να μας δώσει αν δε ζήλευε ο Θεός γιατί τον είχαμε ανάμεσα μας και να θελήσει να τον έχει αυτός ) και να δημοσιοποιήσω τη δεύτερη γραφή, αυτή της διασκευής για τραγούδι. Ο Μάριος το είχε κρίνει αξιόλογο και το ήθελε κι αυτό είναι το ΜΟΝΟ που μετρά για μένα.
Αφού λοιπόν έγιναν όλα αυτά, σκέφτηκα να δημιουργήσω αυτή την έκθεση με φωτογραφίες και στίχους μου και το μικρό λεύκωμα που την συνοδεύει και αφού προτάξω το σημείωμα που του έστειλα τότε συνοδεύοντας το ποίημα, να την αφιερώσω στη μνήμη του.
Όμως ο πρόωρος και άδικος θάνατός του -τη στιγμή που είχε τόσα πολλά ακόμα να μας δώσει- τον συνδέουν άμεσα και με τον άλλο σημαντικό καλλιτέχνη της Λεμεσού, τον Πανίκο Μαυρέλλη στον οποίον επίσης αφιερώνω την έκθεση αυτή .